απονίτρωση

απονίτρωση
η
το χάσιμο αζώτου είτε στο έδαφος είτε σε κάποια ουσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απονίτρωση — Χημική αντίδραση που συνίσταται στην απόσπαση των νιτρικών ομάδων από ένα μόριο με επακόλουθο τον σχηματισμό νιτρικού οξέος. Είναι μια πορεία αντιδράσεων που γίνεται συχνά στα νιτρικά παράγωγα της κυτταρίνης, τα οποία χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • εκνίτρωση — η (AM ἐκνίτρωσις) καθαρισμός με νίτρο, απονίτρωση …   Dictionary of Greek

  • εκνιτρωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί απονίτρωση («εκνιτρωτικά βακτήρια») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”